Αρτοτινός τις ονόματι Κωνσταντίνος Γ. Τσέλιος, υδραυλικός τω επαγγέλματι και κάτοχος απολυτηρίου Δημοτικού Σχολείου ταις γραμματικαίς γνώσεσιν, την είδε ιστοριοδίφης και δη μαΐστωρ των θεμάτων επώνυμο και γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου.
Στη «συγγραφική» του πραμάτεια συγκαταλέγεται και ένα φαιδρό σκαλάθυρμα με τίτλο Αθανάσιος Διάκος: Μύθος και πραγματικότητα. Η αληθινή ιστορία του Ήρωα, που κυκλοφόρησε το 2023. Πρόκειται για ένα κείμενο που - πάνω απ’ όλα - υποβάλλει προβληματισμό για τη νηφαλιότητα του συντάκτη του. Στα ακολουθούντα θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε κάποια στοιχεία ιδιοπροσωπίας της γελοιότητας αυτού του αστείου πονήματος.
Γράφει λοιπόν στη σελ. 55 ότι μέχρι το 1938 οι Μουσουνιτσιώτες και όλοι οι Παρνασσιδείς αναγνώριζαν την Αρτοτίνα σαν γενέτειρα του Διάκου. Εδώ, αν πραγματικά πιστεύει κάτι τέτοιο και δεν ψεύδεται συνειδητά, η Ψυχιατρική σηκώνει ψηλά τα χέρια για την περίπτωσή του. Μετά από αυτή την εξωφρενική δήλωσή του, παρέλκει βέβαια μια παραπομπή του στην ανάρτηση:
Γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου: Άνω
Μουσουνίτσα Παρνασσίδας
https://filopefthis.blogspot.com/2022/10/
ενώ εξάλλου οποιαδήποτε αρλούμπα και αν εκτοξεύσει περαιτέρω, θα υπολείπεται δραματικά της ειρημένης, σε ενάργεια ανάδειξης της ανισορροπίας του. Ο Τσέλιος κάηκε πλέον ολοσχερώς.
Στη σελ. 45 αναφέρει ότι σε άλλο δημοσίευμα ο Κρέμος γράφει: « (…) Ουδαμού της Μουσουνίτσης άκουσε ότι ο Διάκος γεννήθηκε εκεί (…) ». Ασφαλώς αυτό είναι ένα καραμπινάτο ψέμα, που άλλωστε η μαϊμουδιά του κραυγάζει από αυτή-τούτη τη σόλοικη διατύπωσή του. Ο Κρέμος ουδέποτε έχει γράψει κάτι τέτοιο, για το οποίο εξάλλου ο Τσέλιος δεν παραθέτει βιβλιογραφικές συντεταγμένες. Αφ' ετέρου ο Κρέμος δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Μουσουνίτσα. Οπότε μια τέτοια ad hoc επινοημένη «δήλωσή» του, είναι ένας ακόμη ενδείκτης του βαθμού διαστροφής που διέπει τους ισχυρισμούς των διακινητών της Αρτοτινής προπαγάνδας για τον Αθανάσιο Διάκο.
Στη σελ. 16 γράφει ότι η διαδικασία κατάθεσης μελετών στην Ακαδημία ολοκληρώθηκε προτού κηρυχθεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Εδώ ο Τσέλιος αναφέρεται στο διαγωνισμό για το «Βραβείον αδελφών Παπαστράτου», που είχε προκηρύξει στις 31.12.1939 η Ακαδημία Αθηνών, με αντικείμενο τη συγγραφή μονογραφίας περί του βίου του Αθανασίου Διάκου. Κατά τη σχετική προκήρυξη, προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων ήταν η 15.01.1941. Η αλήθεια επί του σχετικού βλακώδους ισχυρισμού του Τσέλιου είναι ότι όλες οι υποβληθείσες υποψηφιότητες κατατέθηκαν μετά (όχι πριν) την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και δη οριακά ως προς την προδιαγραφόμενη καταληκτική ημερομηνία. Συγκεκριμένα υπήρξαν τρεις υποψηφιότητες, ήτοι Νικόλαος Γκινόπουλος, Δημήτριος/Τάκης Λάππας και Σωτήριος Κωτσόπουλος, υποβληθείσες αντιστοίχως στις 10.01.1941, στις 11.01.1941 και στις 15.01.1941.
Λοιπόν, ρε Τσέλιε, πού κολλάει αυτή η κοτσάνα σου; Σε τι σου χρειάζεται; Τι προσφέρει στην προπαγάνδα σου; Τι ήταν τέλος πάντων αυτό που σε έσπρωξε να την γράψεις και να ρεζιλευτείς οικτοπρεπώς;
Αυτή η σαχλαμάρα του Τσέλιου ασφαλώς και δεν έχει καμία πραγματολογική αξία για τις ιδεοληπτικές μπαρούφες του και κατ' αυτό δεν θα άξιζε καν να την επισημάνουμε. Όμως είναι άκρως αποκαλυπτική της ανευθυνοανευθυνότητάς του, ου μην αλλά και του επιπέδου νοημοσύνης του. Το άτομο αυτό γράφει αβασανιστί ό,τι του κατέβει και εν πλήρη αφασία περί το ότι οι ακριτομυθίες του δεν συναρτώνται με την ουσία των προπαγανδιστικών επιδιώξεών του. Ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή. Αυτά βέβαια συμβαίνουν όταν ένας υδραυλικός του δημοτικού, παντάπασιν άμοιρος του ταλέντου του λόγου και του μέτρου του Λόγου, έχει το κόμπλεξ να αυτοπροσαγορεύεται… συγγραφέας (σσ. 10, 84) και μάλιστα να κομπορρημονεί για… διεθνή (!) έρευνα (σελ. 65) επί του θέματος που διαπραγματεύεται.
Όμως αυτή η ασυναρτησία περί το χρόνο κατάθεσης των υποψηφιοτήτων για τον προαναφερθέντα διαγωνισμό της Ακαδημίας Αθηνών, είναι απλώς το προοίμιο μιας περαιτέρω σωρείας ασύλληπτων σχετικών τερατολογιών του Τσέλιου. Επιγραμματικά επ’ αυτού θα επισημάνουμε ότι ο Τσέλιος, σχετικά π.χ. με τη μελέτη του Τάκη Λάππα που υπό τον τίτλο «μολών λαβέ» βράβευσε η Ακαδημία Αθηνών στις 24.3.1946, ισχυρίζεται πως:
- υπάρχει στο αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών (σσ. 16, 18),
- αυτή η ύπαρξή της δεν είναι προϊόν πληροφόρησης του από τρίτους, αλλά προσωπική βιωματική του εμπειρία, αφού την έχει δει ο ίδιος/της έχει ρίξει μια ματιά στο αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών (σελ. 18),
- έχει στην κατοχή του την περί ης ο λόγος μελέτη του Τάκη Λάππα (σσ. 81, 82),
- τη θέτει στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου (σσ. 81, 82).
Ε, λοιπόν κανένας απολύτως από αυτούς τους ισχυρισμούς του Τσέλιου, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αλήθεια. Όλα αυτά είναι τερατώδη ψέματα. Αν θέλει κανείς να το διαπιστώσει, δεν έχει παρά να απευθυνθεί τόσο στην Ακαδημία Αθηνών όσο και στον ίδιο τον Τσέλιο. Δυστυχώς για τέτοια άτομα ισχύει ότι πρέπει να πολλαπλασιάσεις επί (-1), μείον ένα, τους ισχυρισμούς τους για να βρεις ποια είναι η αντίστοιχη αλήθεια.
Θα αρκεστούμε εν προκειμένω, σχετικά με το τι σημαίνει Κωνσταντίνος Γ. Τσέλιος, στην ενδεικτική παράθεση των προαναφερθέντων στοιχείων και μόνο αυτών. Περιοριστήκαμε σε επισημάνσεις επί πραγματολογικού πεδίου, γιατί είναι προφανές πως για τέτοια άτομα δεν έχει νόημα να γίνει αναφορά π.χ. σε συλλογιστικό πεδίο κ.α.τ. Το επίπεδο νοημοσύνης τους είναι ακαταμάχητα αποτρεπτικό πάσης αναφοράς στη δομή του σκεπτικού τους. Ενάντια στην ηλιθιότητα, ακόμη και οι θεοί αγωνίζονται μάταια (Friedrich Schiller).
Τονίζουμε πάντως ότι, και αυτά ακόμη τα κραυγαλέως τερατώδη αποκυήματα της νοσηρής φαντασίας του Τσέλιου, που επισημάνθηκαν σχετικά με τον Τάκη Λάππα, υστερούν κατά πολύ σε διαστροφή έναντι κάποιων άλλων αναφορών του, όπως φερ’ ειπείν αυτών που γράφει για τον πάλαι ποτέ πρόεδρο, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, της Αδελφότητας των εν Αθήναις και Πειραιεί Παρνασσιδέων, Δημήτριο Ευθυμίου Τσιπούρα (1869-1953).
Ορισμένως το ουσιαστικό πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι ο Τσέλιος μόνο. Πολύ περισσότερο θλιβερή είναι η κατάντια εκείνων που τον χρησιμοποιούν για τις προπαγανδιστικές σκοπιμότητές τους.